- ἄρχει
- ἄρχωto be firstpres ind mp 2nd sgἄρχωto be firstpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
АРХИВ — I. • Άρχει̃ον, здание, служащее официальным местопребыванием должностных лиц, особенно архив в Афинах Μητρω̃ον, храм матери богов. Paus. 1, 3, 4. II. см. Табулариум … Реальный словарь классических древностей
начинати — НАЧИНА|ТИ (210), Ю, ѤТЬ гл. 1.Начинать что л. делать, приниматься за что л.: ˫ако себе не могыи ѹчити. и инѣхъ начина˫а ѹчити. мъногы имать рѹгателѧ на сѧ. Изб 1076, 93 об.; того ради азъ начинаю азъ вамъ ѹчениѥ. ПрЛ XIII, 103в; азъ худыи грѣшныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχέπολις — ἀρχέπολις, ο (Α) αυτός που άρχει σε μια πόλη, ο ηγέτης … Dictionary of Greek
ηγεμονίς — ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α) (θηλ. τού ἡγεμών) 1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.) 2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῑς ἡγεμονίς», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.… … Dictionary of Greek
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
ηγεμόνιος — ἡγεμόνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που άρχει, που οδηγεί 2. (επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές των νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ιος (πρβλ. βραχιόν ιος, δαιμόν ιος)] … Dictionary of Greek
θεμισκρέων — θεμισκρέων, ὁ (Α) αυτός που άρχει δίκαια, αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει με δικαιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + κρέ(ι)ων «κυρίαρχος»] … Dictionary of Greek